- νομεγκλάτωρ
- νομεγκλάτωρ, -ορος, ὁ (Μ)άτομο, συνήθ. δούλος, που κατέγραφε ονόματα προσώπων, ονοματολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nomenclator < λατ. nomen «όνομα» + -cla-tor (< calo, -are «καλώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομενκλατούρα — η 1. ονοματολογία 2. (στα σοσιαλιστικά καθεστώτα) όρος που αναφέρεται επικριτικά στα στελέχη που κατέχουν νευραλγικές θέσεις στην κρατική μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nomenclature < λατ. nοmenclatura <… … Dictionary of Greek
ονομακλήτωρ — ὀνομακλήτωρ, ὁ (ΑΜ, Μ και ὀνοματοκλήτωρ) υπηρέτης εντεταλμένος να αναγγέλλει ονομαστικά τους καλεσμένους σε μια εκδήλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική τού λατ. nomenclātor (βλ. και λ. νομεγκλάτωρ)] … Dictionary of Greek